Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Καλοκαίρι 2015: Οι μέρες που δεν θα ξεχάσω ποτέ



Κυριακή 28 Ιουνίου 2015, ώρα 18:00.

Βρίσκομαι στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για δουλειά, περιμένοντας μία άφιξη. Οι μέρες και οι ώρες είναι δύσκολες. Μόλις την προηγούμενη Παρασκευή 26 Ιουνίου, ή για την ακρίβεια στη 1 τα ξημερώματα του Σαββάτου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει ανακοινώσει στον ελληνικό λαό ότι θα διεξαγάγει δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου με ερώτημα το αν δέχεται το εκλογικό σώμα την τελευταία πρόταση των εταίρων και δανειστών της χώρας (δηλαδή της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ) για παροχή βοήθειας με αντάλλαγμα συγκεκριμένα δημοσιονομικά μέτρα. Η κυβέρνηση έχει ήδη τοποθετηθεί υπέρ της καταψήφισης της συγκεκριμένης επιλογής. Το ερώτημα είναι άμεσα συναρτημένο με την ανάγνωση δύο τεχνικοοικονομικών αγγλικών κειμένων, που κανείς Έλληνας φυσικά δεν μπορούσε τη δεδομένη στιγμή να διαβάσει, να αφομοιώσει και να κρίνει. Επρόκειτο περί σαφούς παραβίασης της συνταγματικής διάταξης περί διεξαγωγής δημοψηφισμάτων, για μία σειρά λόγων που δεν αφορούν το παρόν κείμενο. Επανέρχομαι στα όσα έζησα προσωπικά.


Πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο πιάνω κουβέντα με τον οδηγό του πούλμαν, με το οποίο πήγαινα να παραλάβω τουρίστες. «Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα» του λέω. «Σιγά, μωρέ, μην ακούς τι λένε. Τίποτα δεν θα γίνει» μου απαντάει χαλαρός. «Αν δεν υπάρξει συμφωνία, κόβεται το χρήμα και θα ζήσουμε τρελές καταστάσεις» του απαντώ. «Εμένα δεν με νοιάζουν τα λεφτά. ΚΚΕ είμαι, δεν τους ψήφισα ποτέ» μου λέει και κάπου εκεί σταματάει η «πολιτική» συζήτηση, καθώς δεν βρίσκω το λόγο να τη συνεχίσω. Του λέω μόνο: «ελπίζω να μη χάσεις τη δουλειά σου με όσα θα συμβούν».

Το Σάββατο 27 Ιουνίου είχε περάσει μέσα στο άγχος για ολόκληρη τη χώρα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, είχε δηλώσει ρητά ότι δεν υπήρχε κανένα ζήτημα επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) στις τράπεζες. Την Κυριακή και καθώς βρισκόμουν στο αεροδρόμιο ακούω ότι η κυβέρνηση αποφάσισε την επιβολή capital controls από την επόμενη μέρα. Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής (μνημόνιο) έληγε σε λίγα εικοσιτετράωρα. Ο Υπουργός Οικονομικών, Γιάνης – με ένα ν – Βαρουφάκης, είχε συγκρουστεί με τους δανειστές. Νέο πρόγραμμα δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα. Η στρόφιγγα της παροχής μετρητών είχε κλείσει, ενώ το ενδεχόμενο ένταξης σε νέα παροχή ρευστότητας έκτακτης ανάγκης είχε αποκλειστεί. Έχω μείνει άναυδος με όσα βλέπω στις οθόνες των τηλεοράσεων του αεροδρομίου και ακούω στα τηλέφωνα από φίλους και συγγενείς που επικοινωνώ, καθώς περιμένω την άφιξη του γκρουπ (εργαζόμουν στον τουρισμό).

Καθώς περιμένω, έρχεται και με βρίσκει ο οδηγός του πούλμαν, με τον οποίο συνομιλούσα πριν λίγη ώρα. «Τι γίνεται;» μου λέει. «Δε βλέπεις; Capital controls ανακοίνωσαν» του απαντώ. «Σοβαρά μιλάς; Πάω να πάρω τη γυναίκα μου να πάει σουπερμάρκετ να γεμίσει το ψυγείο. Να έχουμε φαγητό τουλάχιστον» μου λέει και φεύγει.

Πολλές πτήσεις αναμένονταν με λίγα λεπτά διαφορά μεταξύ τους, όπως συμβαίνει καθημερινά. Οι πρώτες πτήσεις φτάνουν και είναι γεμάτες με τουρίστες. Ξανθοί βορειοευρωπαίοι, μελαμψοί Λατίνοι και πολλοί Ασιάτες εξέρχονται κατά εκατοντάδες με διάθεση να περάσουν ξέγνοιαστες διακοπές στην Ελλάδα. Κάτι, όμως, έχουν αρχίσει να ψυλλιάζονται, ότι δεν πάει καλά στα πέριξ. Γρήγορα ενημερώνονται – προφανώς μέσω διαδικτύου ή και με άλλους τρόπους – ότι καλό είναι να «σηκώσουν» από τα ATM όσα περισσότερα μετρητά μπορούν. Αυτό και γίνεται. Στο επόμενο δεκάλεπτο όλα τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης του χώρου αφίξεων του «Ελ. Βενιζέλος» γεμίζουν με άρτι αφιχθέντες ταξιδιώτες, που κάνουν αναλήψεις. Σύντομα τα μετρητά των μηχανημάτων τελειώνουν.

Την ίδια ώρα έρχονται οι πελάτες που περίμενα. Είναι καμιά δεκαπενταριά Βραζιλιάνοι, καλοζωισμένοι, ευγενικοί, με το κλασικό χαλαρό στυλ που έχουμε στο μυαλό μας για τους μέσους Βραζιλιάνους. Έρχονται στην Ελλάδα για ήλιο, θάλασσα και λίγες ιστορικο-θρησκευτικές περιηγήσεις. Στη διαδρομή και καθώς άργησε η πτήση, έχουν ενημερωθεί με κάθε λεπτομέρεια. Η Ελλάδα έχει σχεδόν επίσημα πτωχεύσει. Έχουν, όμως, ακούσει και διαβάσει ότι οι κεφαλαιακοί έλεγχοι δεν ισχύουν για τους ξένους πολίτες.

Συγκεντρωνόμαστε και μπαίνουμε στο πούλμαν με κατεύθυνση προς το ξενοδοχείο. Μετά τις πρώτες αβρότητες και τις λίγες γενικές κουβέντες για να σπάσει ο πάγος, αρχίζουμε να συζητάμε για τη χώρα και για το πρόγραμμα των διακοπών τους. Γρήγορα καταλαβαίνω, όμως, ότι τουλάχιστον οι μισοί θέλουν να με ρωτήσουν πάρα πολλά και διστάζουν από ευγένεια για να μη με φέρουν σε δύσκολη θέση. Κάποιοι μεσήλικες κάνουν την αρχή. Θέλουν να μάθουν τι έχει συμβεί στην Ελλάδα και το πάνε «μέσω... Λαμίας» για να μη με κάνουν να νιώσω άβολα. Με ρωτούν αν στη χώρα έχουμε Προεδρευόμενη ή Βασιλευόμενη Δημοκρατία και αν κάνουμε συχνά δημοψηφίσματα (!) Με ρωτούν τι νόμισμα έχουμε και αν γενικά είμαστε ευχαριστημένοι από τη σχέση μας με την Ευρώπη. Απαντώ σε όλα με χαλαρή διάθεση και κρύβω καλά τα συναισθήματά μου για όσα συμβαίνουν.

Λίγο πριν φτάσουμε στο ξενοδοχείο έρχεται η ερώτηση βόμβα από μία κάπως ηλικιωμένη κυρία. «Μάθαμε ότι επιβλήθηκαν capital controls. Ισχύει; Ισχύει και για εμάς;». Αφού παθαίνω μία μίνι ψυχρολουσία, τους απαντώ: «Είναι αλήθεια, αλλά πρόκειται για εντελώς προσωρινό μέτρο, το οποίο αφορά αποκλειστικά τους Έλληνες πολίτες. Δεν αφορά εσάς και δεν θα έχετε πρόβλημα». «Εντάξει», μου είπαν.

Ήταν η πρώτη φορά που, στα 22 μου χρόνια τότε, είχα εξαπατήσει εν γνώσει μου έναν άνθρωπο για πραγματικά σοβαρό λόγο. Ήξερα ότι το μέτρο δεν επρόκειτο να είναι προσωρινό. Επίσης, είχα ήδη καταλάβει ότι το «δεν ισχύει για τους ξένους» ναι μεν ίσχυε τυπικά, όχι όμως και ουσιαστικά. Γιατί; Για τον απλούστατο λόγο ότι τα μετρητά (το "χαρτί" το ίδιο) στα ATM, ώρα με την ώρα, τελείωναν. Την επόμενη κιόλας μέρα τα 20άρικα τελείωσαν και το όριο των 60 ευρώ ανάληψης, που είχε επιβάλει η κυβέρνηση, είχε εκ των πραγμάτων αναιρεθεί. Έτσι, όλοι πλέον «σήκωναν» 50ρικα.

Άφησα τους ανθρώπους στο ξενοδοχείο και έφυγα. Όλα τα μέσα που παρακολούθησα εκείνο το βράδυ μιλούσαν για το ίδιο θέμα. Την άλλη μέρα ξαναπήγα στο ξενοδοχείο να δω τους πελάτες και να τους εξυπηρετήσω σε σχέση με μία εκδρομή. Τότε ένιωσα τη μεγάλη ντροπή. Ένας κύριος από το γκρουπ δεν είχε φροντίσει να μετατρέψει τα βραζιλιάνικα ρεάλ του σε ευρώ πριν έρθει στην Ελλάδα. Θεωρούσε ότι θα είχε την άνεση να το κάνει εδώ, όπως κάνουν άπειροι άλλοι υπό κανονικές συνθήκες. Υπό κανονικές συνθήκες...

«Ρώτησα στη ρεσεψιόν πού μπορώ να τα ανταλλάξω. Μου είπαν να πάω στην πλατεία παρακάτω όπου έχει ανταλλακτήριο. Πήγα, αλλά είναι κλειστό». Του είπα να μην ανησυχεί και ότι θα βρισκόταν τρόπος μέσω του ξενοδοχείου τις επόμενες ημέρες. Η ντροπή μου ήταν μεγάλη, ξέροντας όσα είχαν γίνει. Ο θυμός μου ακόμη μεγαλύτερος, μα δεν μπορούσα να τον εκφράσω γιατί όφειλα να είμαι και «επαγγελματίας».

Το υπόλοιπο πρόγραμμα του γκρουπ πήγε καλά. Στα νησιά όπου πήγαν, οι ξενοδόχοι και το προσωπικό έκαναν το παν για να μη νιώσουν οι άνθρωποι αυτοί ότι κάτι «τρέχει». Πράγματι, φεύγοντας ευχαρίστησαν τα ξενοδοχεία και εμένα προσωπικά για τις υπηρεσίες. Δεν παρέλειψαν να μας ευχηθούν όσα ζούσαμε να ήταν πράγματι «προσωρινά».

Αυτή ήταν μια μικρή ιστορία από την πιο κρίσιμη, καταστροφική και τυχοδιωκτική πολιτική περίοδο της χώρας που έχω γνωρίσει σίγουρα εγώ προσωπικά μέχρι σήμερα και όπως έχω αντιληφθεί μάλλον η χειρότερη από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν.

Το καλοκαίρι του 2015 ήταν το χειρότερο που έχω ζήσει και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν και η πρώτη φορά που συμμετείχα σε συγκέντρωση. Χωρίς να ανήκω σε κόμμα ή κομματική νεολαία, αποφάσισα να πάω στο «Μένουμε Ευρώπη». Ο λόγος για τον οποίο συμμετείχα ήταν επειδή πραγματικά φοβήθηκα για τη χώρα, για το μέλλον της, για το μέλλον μου και για τις ζωές όσων γνωρίζω. Φοβήθηκα, όταν κατάλαβα ότι οι τυχοδιώκτες που, σε στιγμές επαναστατικού παροξυσμού του κόσμου, είχαν κατορθώσει να ανέλθουν στην εξουσία, ήταν ικανοί για όλα. Ικανοί να θέσουν σε αμφισβήτηση τη σταθερή, ιστορική θέση της Ελλάδας μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη. Ικανοί να παίξουν στα ζάρια τις θυσίες απλών ανθρώπων σαν εμένα, σαν τους γονείς μου και σαν τους φίλους μου. Αυτούς που έμειναν εδώ κι αυτούς που έφυγαν και δεν ξέρω αν και πότε θα ξαναγυρίσουν.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά και ανήκουν στη σφαίρα της λεγόμενης «δημόσιας ιστορίας». Οι παραπάνω γραμμές είναι η γραπτή αποτύπωση της εμπειρίας ενός απλού νέου ανθρώπου για εκείνες τις στιγμές που η πατρίδα μας βρέθηκε στο μάτι του τέλειου κυκλώνα επειδή κάποιοι ανίκανοι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι αποφάσισαν να τη δοκιμάσουν ως case study για την κούφια θεωρία των πολιτικάντικων παιγνίων τους.

Έγραψα για να μην ξεχάσω. Εύχομαι να θυμόμαστε όλοι. Για να μην ξαναζήσει κανείς τέτοιο καλοκαίρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε εδώ το σχόλιό σας.

Δημοφιλείς αναρτήσεις