Διήγημα του Γιώργου Θεοδωρίδη.
Άλλο ένα πρωινό στο σχολείο. Ο Νίκος έφτασε νωρίς, όπως πάντα, αρκετά πριν τις 8 για να μην πέσει πάνω στη γνωστή παρέα. Είχε βαρεθεί να του λένε «καλημέρα, χοντρέ».
Ξυπνούσε στις 7 παρά τέταρτο για να φύγει από το σπίτι στις 7 και 25 και να είναι έξω από το σχολείο στις 8 παρά 20. Όλα τα είχε μετρήσει με το μικρό ρολόι που του είχε αγοράσει ο θείος Τάσος σε κάποια γενέθλια. Το είχε κρατήσει εκείνο το μικρό μπλε ρολόι. Ήταν το μόνο αντικείμενο που δεν του θύμιζε το δούλεμα που έτρωγε από όλους τους συγγενείς. Του αγόραζαν πάντα «πολύ μεγάλα» ρούχα «για να του κάνουν και του χρόνου», προσπαθώντας έτσι να κρύψουν από τον ίδιο και φαινομενικά από τη μάνα του ότι τον αντιμετώπιζαν σαν ένα παιδί με μοναδικό χαρακτηριστικό το πάχος. Ούτε ένας δεν του αγόραζε κάτι άλλο. Ένα βιβλίο, ένα αεροπλανάκι ή τα ποδοσφαιρικά παπούτσια με την υπογραφή του Κακά. Μόνο η μητέρα του και ο θείος Τάσος του έπαιρναν πιο κανονικά πράγματα.
Στο σχολείο η μόνη του χαρά ήταν η παρέα με τη Μάνια. Γεθσημανή την είχαν βαφτίσει, αλλά ποιος ήθελε να τη φωνάζει έτσι;
Η μέρα ξεκινούσε με ελληνική γλώσσα. Στο πρώτο κιόλας διάλειμμα ο Νίκος έβγαινε τελευταίος για να μη βγει την ίδια στιγμή με τους νταήδες. Μόλις όμως έφτανε στην εξώπορτα που οδηγούσε στην αυλή τον περίμεναν ένας-δυο απ’ αυτούς…
-Xoντρέ, δεν έχει λουκανόπιτα σήμερα;
-Άσε με ήσυχο.
-Παιδιά, ο χοντρός δεν έχει λουκανόπιτα σήμερα. Έχει κρυμμένο γουρουνόπουλο!
Η μέρα τελείωνε. Ο Νίκος και η Μάνια έφευγαν μαζί για τα σπίτια τους.
Στο δρόμο, ένας από τη γνωστή παρέα τούς περίμενε.
-Δε φτάνει που είσαι χοντρός, θες και κορίτσι.
-Φίλοι είμαστε.
Ένας άλλος από την παρέα, ο Κώστας, πλησίασε το κορίτσι:
-Αυτός δεν αντέχει ούτε δέκα μέτρα. Έλα να με δεις το Σάββατο στον Αστέρα που παίζω δεκάρι.
-Δεν θέλω, ευχαριστώ.
-Προτιμάς τους χοντρούς;
-Προτιμώ τους ανθρώπους.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Νίκος μεγάλωσε και άλλαξε. Άλλαξε πολύ. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Έφυγε για την Αγγλία, όπου τελείωσε ένα μάστερ στα σύγχρονα δίκτυα πληροφορικής. Επιστρέφοντας, υπηρέτησε στο στρατό. Τίποτα πια δεν θύμιζε πια τον παλιό Νίκο. Είχε χάσει τη μητέρα του πολύ νέα δυστυχώς. Όσα του είχε διδάξει όμως είχαν πετύχει το σκοπό τους και είχαν χαλκεύσει το χαρακτήρα του.
Μεγαλώνοντας, ο Νίκος έχασε κάμποσα κιλά, έγινε πιο κοινωνικός, έμαθε να αγαπάει τις ατέλειές του. Το γεγονός ότι τον κατηγορούσαν συχνά ως «πολύ ευαίσθητο» το θεωρούσε μάλλον θετικό. Τι πείραζε αν δεν άρεσε σε όλους το στυλ του και τα κάπως κλασικά ρούχα του; Εκείνος ήταν καλά μέσα του.
Στα 35 του είχε κάνει πια το όνειρό του πράξη. Είχε ανοίξει τη δική του επιχείρηση, μία εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων στο κέντρο της Αθήνας. Με συνεργάτη έναν παλιό του συμμαθητή, τον Παύλο το «γυαλάκια», που τώρα ήταν πληφορορικάριος και πρώτο μυαλό της εταιρείας.
Με τη Μάνια είχαν μείνει φίλοι. Εκείνη είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει και μεγάλωνε μόνη της ένα αγοράκι. Δούλευε σε μια εταιρεία καλλυντικών κοντά στο γραφείο του Νίκου κι έτσι συναντιούνταν αρκετά συχνά.
Μια μέρα η διευθύντρια προσωπικού της εταιρείας ενημέρωσε το Νίκο:
-Νίκο, ήρθε ο καινούριος για τη συνέντευξη της αγγελίας.
-Για το λογιστήριο;
-Ναι.
-Τον είδες εσύ; Πώς είναι;
-Τυπικός, λίγο σκυθρωπός μου φάνηκε. Στη δουλειά φαίνεται γνώστης.
-Εντάξει. Θα τον δω σε μισή ώρα.
Στις 11:30 ο νέος πέρασε την πόρτα…
Σοκ. Ήταν ο Κώστας! Φέρθηκαν και οι δύο «επαγγελματικά» σα να μη γνωρίζονταν. Ειδάλλως, δεν υπήρχε περίπτωση συνεργασίας.
-Καλημέρα.
-Καλημέρα σας.
-Καθίστε. Πώς ονομάζεστε;
-Καλόπουλος Κωνσταντίνος.
-Ετών;
-37
-Μάλιστα. Βλέπω εδώ ότι έχετε καλές σπουδές μηχανογραφημένης λογιστικής και εμπειρία στο αντικείμενο.
-Μάλιστα.
-Γιατί θέλετε να εργαστείτε για εμάς;
(παύση)
-Εμμ η αλήθεια είναι ότι είμαι αρκετό καιρό άνεργος και δεν έβρισκα κάτι στο αντικείμενό μου. Μόλις είδα την αγγελία σας…
-Μάλιστα. Λοιπόν, θα ξεκινήσετε δοκιμαστικά. Τις λεπτομέρειες θα τις συζητήσετε με τη διευθύντρια προσωπικού.
-Ευχαριστώ πολύ.
-Καλή αρχή.
Πέρασαν έξι μήνες δουλειάς και ησυχίας. Μια μέρα ο Νίκος άκουσε φωνές από το διπλανό γραφείο.
«Όποτε σε παίρνω εγώ θα το σηκώνεις. Κατάλαβες; Δε σε πληρώνω για να κάθεσαι και να μιλάς με άλλους. Σπίτι θα είσαι, θα ετοιμάζεις το φαΐ και θα σηκώνεις το τηλέφωνο. Εγώ φταίω που δε σε παράτησα τότε που σε φέρανε απ’ την κωλοχώρα σου. Σε σπίτωσα κιόλας, βρώμα».
-Εδώ είναι γραφείο, κύριε Καλόπουλε.
-Με συγχωρείτε, κύριε διευθυντά. Ήταν κάτι προσωπικό. Δεν θα επαναληφθεί.
-Το ελπίζω.
Δύο μήνες μετά ο Νίκος έφτασε νωρίς στο γραφείο. Πέτυχε τον Κώστα στην είσοδο να «μιλάει» με μια γυναίκα. Ήταν η Μάνια.
-Ακόμα είσαι κολλημένη μαζί του;
-Δεν ξέρεις τι λες.
-Γιατί δουλεύεις εδώ δίπλα;
-Ξέχασα να σε ρωτήσω μήπως;
-Δεν έχει γεννηθεί η γυναίκα που θα μου μιλήσει εμένα έτσι.
-Με πονάς.
Της έπιασε το χέρι σφιχτά και έπεσε πάνω της, την πίεσε στον τοίχο και προσπάθησε να τη θωπεύσει. Ο Νίκος πρόλαβε.
-Τι κάνεις ρε αλήτη; Τελείωσες. Απολύεσαι και πάμε αστυνομία τώρα.
-Ακόμα την προστατεύεις ρε βλάκα; Ούτε να τη φτύσεις δεν έπρεπε πλέον εδώ που ανέβηκες.
-Εσένα θα φτύσω ρε και όχι μόνο!
Η Μάνια ζήτησε να μη δοθεί συνέχεια και να μην ακολουθήσει μήνυση. Συμφώνησαν και το θέμα έληξε εκεί.
«Απολύεσαι. Από αύριο θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες της αποζημίωσής σου».
Ο Κώστας έφυγε. Μπήκε στο βυσσινί Honda Civic του και εξαφανίστηκε. Βγήκε γρήγορα στην παραλιακή. Πάτησε γκάζι. Έπιασε τα 200.
Ένας θόρυβος σταμάτησε τα πάντα. Το αμάξι «πίτα». Ο ίδιος μέσα χωρίς τις αισθήσεις του με ακατάσχετη αιμορραγία. Ένα μεγάλο δέντρο είχε καταπλακώσει ολόκληρο το αμάξωμα.
Το ασθενοφόρο ήρθε σε μισή ώρα από τη στιγμή που το κάλεσε ένας περαστικός. Ο Κώστας μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό. Καθώς δεν είχε άλλα στοιχεία πάνω του, οι αρμόδιοι κάλεσαν το τηλέφωνο της εταιρείας που βρήκαν σε μια κάρτα στο αυτοκίνητό του. Ο Νίκος ενημερώθηκε και πήγε να τον δει.
Η κατάσταση του Κώστα ήταν άθλια. Χρειαζόταν αίμα. Ο Νίκος προσφέρθηκε και η διαδικασία ξεκίνησε. Όταν τελείωσε, ρώτησε τους γιατρούς αν είχε ελπίδες να ζήσει ο Κώστας. Ήταν συγκρατημένοι.
-Κύριε Ξενιτίδη, περιμένετε εδώ παρακαλώ. Δεν θα αργήσω.
-Εντάξει, γιατρέ.
Ο γιατρός έφυγε για μια στιγμή από το γραφείο. Τότε το μάτι του Νίκου έπεσε στον ανοικτό φάκελο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Είχε όλα τα στοιχεία και το ιστορικό του Κώστα.
Επώνυμο: Καλόπουλος
Όνομα: Κωνσταντίνος
Όν. πατέρα: Θεμιστοκλής
Επώνυμο πατέρα: Καλόπουλος
Όν. μητέρας: Δήμητρα
Επ. μητέρας: Δα… δε μπορεί, δεν είναι δυνατόν... Δασκαλοπούλου…
Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της γυναίκας αυτής και η εγγραφή μαρτυρούσαν ένα πράγμα. Ήταν η μητέρα του Νίκου! Ο Κώστας ήταν αδελφός του από άλλο πατέρα. Η μητέρα τους δεν του το αποκάλυψε ποτέ. Τώρα πια ήταν πολύ αργά για να μάθει το γιατί.
-Κύριε Ξενιτίδη, εδώ είστε;
-Εδώ, γιατρέ. Τι έγινε;
-Δυστυχώς. Τα τραύματα ήταν πολύ βαθιά. Δεν άντεξε.
Σοκαρισμένος ο Νίκος πήγε στο δωμάτιο. Έσκυψε πάνω από τον Κώστα και άρχισε να κλαίει. Έκλαψε πολλή ώρα. Δεν ήξερε πια για ποιο πράγμα να νιώσει πόνο και για ποιο απογοήτευση.
…………….
(Οκτώ μήνες μετά…)
-Νίκο, έφεραν αυτό το γράμμα για σένα.
-Ποιος;
-Από μια δικηγορική εταιρεία. Μάλλον προσωπικό φαίνεται. Δεν έχει σφραγίδα.
Το άνοιξε και το διάβασε αργά:
«Νίκο,
Ό,τι χειρότερο και να πιστεύεις για μένα, δίκιο θα έχεις. Είμαι αυτός που σου έκανε μαύρη τη ζωή στο σχολείο. Αυτός που σου τραυμάτισε τα παιδικά σου χρόνια επειδή δεν του άρεσε η εμφάνισή σου. Αυτός που ήθελε να σου πάρει με τη βία το κορίτσι που αγαπούσες. Αυτός που σου ζήτησε δουλειά, του την έδωσες και σου δημιούργησε πάλι ιστορίες. Ένα κάθαρμα και μισό δηλαδή.
Αν βρεις αυτό το γράμμα ποτέ, διάβασέ το
και κράτα αυτό: Δεν ήμουν άξιος γιος της μάνας μας. Είχαμε την ίδια μάνα, αλλά
εσύ είχες άλλο πατέρα. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο πατέρας σου, αλλά δυστυχώς έμαθα
από μικρός ποιος ήταν ο δικός μου. Αυτός που με πήρε κι από τη μάνα κι από κάθε
άλλον. Με έμαθε να δέρνω, να είμαι ο δυνατός, αυτός που κοιτάει ψηλά και αν
είναι να φτάσει εκεί ας πατήσει κάτω όποιον «κακομοίρη» βρεθεί μπροστά του. Με
τα ψέματα έκανα ό,τι έκανα.
Έγραψα αυτό το γράμμα τη μέρα που με είδες με τη Μάνια. Μου είχε πει ότι χαίρεται που είσαι στη ζωή της, έστω κι έτσι. Δεν είπε περισσότερα, μα εγώ κατάλαβα ότι νιώθει πολλά για σένα. Θόλωσε το μάτι μου από το παλιό μου κόμπλεξ και έκανα όσα αισχρά έκανα.
Δεν σου ζητάω να με συγχωρέσεις γιατί
δεν το αξίζω. Σου αφήνω σ’ αυτό το φάκελο μια δωροεπιταγή από ένα μαγαζί με
αθλητικά είδη. Πήγαινε ν’ αγοράσεις τα παπούτσια του Κακά που ήθελες τότε. Αν
δεν τα φορέσεις εσύ, πάρ’ τα για κανένα πιτσιρίκι.
Στο φάκελο θα βρεις και μερικά λεφτά απ’ όσα μάζεψα με διάφορους τρόπους - όχι πάντα νόμιμους - όλα αυτά τα χρόνια. Πάρ’ τα και κάν’ τα ό,τι καλύτερο νομίζεις. Μόνο μην τα χρησιμοποιήσεις για να βοηθήσεις κανένα καθίκι σαν κι εμένα.
Βρες μία σαν τη Μάνια. Της αξίζεις και
σου αξίζει.
Δεν έχω κάνει τίποτα στη ζωή μου. Αυτό είναι το καλύτερο.
Έχε γεια, αδερφέ μου,
Κώστας»
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε εδώ το σχόλιό σας.